«Μα ο Χαϊκάλης;» ρώτησε, πιο πολύ σε απόγνωση παρά οργισμένος.
«Μα ο Χαϊκάλης;» του αντιγύρισε την ερώτηση, σχεδόν απορημένος, ο άλλος, μπορεί ο άλλος του εαυτός. Και τον αποστόμωσε. Ή όχι;
Γιατί η ερώτηση αυτή, αν και διατυπώνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τον ίδιο τονισμό, έχει δύο διαφορετικά νοήματα, με μόνο σημείο σύμπτωσης την αρνητική προφανώς άποψη για το αναφερόμενο πρόσωπο:
«Μα ο Χαϊκάλης στην κυβέρνηση;» είναι η αρχική διατύπωση, που εκφράζει δυσφορία, απελπισία, αγανάκτηση κτλ.
«Μα ο Χαϊκάλης σε μάρανε;» είναι η δεύτερη, απάντηση ουσιαστικά στην πρώτη, που εννοεί, πολύ απλά: «Απ’ όλα όσα συμβαίνουν, ο Χαϊκάλης σε πείραξε πιο πολύ;»
Αλίμονο, δεν νοείται καταφατική απάντηση εδώ. Όμως, θα επέμενε άλλος, ή ο ίδιος, ο Χαϊκάλης, το υφυπουργείο δηλαδή στον Χαϊκάλη, είναι, σε συμβολικό επίπεδο, όχι πια, όχι πια μόνο η παραδοχή αλλά –προσοχή!– η αποδοχή της ήττας. Γιατί καλά να την παραδεχτείς την ήττα, μάλλον: οφείλεις να την παραδεχτείς την ήττα, αν είναι να πας παρακάτω· όχι όμως να την αποδεχτείς!
Γράφω και, ομολογώ, ξαφνιάζομαι ο ίδιος: τι βρίσκει κανείς για να κόψει στα δυο την τρίχα, κατά τη γαλλική έκφραση, αποχρώσεις τάχα, να γεμίσει απρόθυμα μια στήλη, όταν δεν γεμίζει με τίποτα το κενό, το μέσα και το γύρω, το γύρω που επιστρέφει και μεγαλώνει το μέσα· αποχρώσεις να ξορκίσει συναισθήματα που δεν τα φέρνει βόλτα η λογική –η λογική που όλα μια χαρά τα αναλύει και τα τακτοποιεί, χωρίς ωστόσο να μπορεί παράλληλα να τιθασεύσει, έστω προσωρινά να αποκοιμίσει, τα συναισθήματα.
Τελευταίο κομμάτι πριν από την άδεια του Αυγούστου, και καμία χαλάρωση δεν φέρνει η ιδέα αυτή, ούτε καν η αλλιώς λυτρωτική σκέψη πως σταματάει κανείς να γράφει στην κορύφωση, ενδεχομένως, της κρίσης –αν όχι, αν όχι ακόμα για τη χώρα, σίγουρα για την κυβέρνηση και το κόμμα. Γιατί είναι κείμενα που πρέπει να γραφτούν, πράγματα που οφείλει να τα γράψει κανείς, όχι για να πει τίποτα πρωτότυπο και σοφό, μα για να μη φανεί ότι τα κάνει, κατά το κοινώς λεγόμενο, γαργάρα.
Γιατί βρεθήκαμε στα δυο στενά, και είναι η ώρα που αναγκαστικά ξανακοιτάει κανείς προς τα πίσω και ξανασκέφτεται τα ώς εδώ, και τότε άλλος δικαιότατα αγανακτεί και θεμιτότατα αναθεωρεί, άλλος αγανακτεί χωρίς να αναθεωρεί, και εξακολουθεί να στηρίζει, χωρίς ωστόσο ενθουσιασμό, μάλλον περίλυπος, έως θανάτου.
Στη δεύτερη κατηγορία θα έβαζα και τον εαυτό μου. Ό,τι με κόπο, σίγουρα, και διά της λογικής αλλά με γενναίο τίμημα συναισθηματικά αποδέχτηκα εξαρχής, εξακολουθώ να το βλέπω αναπόφευκτο, άρα, από μιαν άποψη, προφανώς της πολιτικής σκοπιμότητας, καλά καμωμένο. Όμως δεν φτάνει η λογική, και κάποια στιγμή το άθροισμα σε πνίγει –και τότε ο λογαριασμός πάει… στον Χαϊκάλη.
Αν περιοριστούμε στους βασικούς σταθμούς της μετεκλογικής πορείας, θα επέμενα, ακόμη, πως ήταν
– αναπόφευκτη αν και ιδιαίτερα επώδυνη η συγκυβέρνηση μ’ ένα εθνικιστικό και ρατσιστικό κόμμα, αφού αποκλείονταν τα κόμματα της χρεοκοπίας και το ανησυχητικά θολό Ποτάμι (στου οποίου ωστόσο τα νερά όλα δείχνουν ότι κάποια στιγμή, άγνωστο αν λίγο ή πολύ, πάντως θα βραχούμε)·
– αναπόφευκτη αν και το ίδιο επώδυνη η επιλογή προέδρου της Δημοκρατίας από την καραμανλική δεξιά· αλλά, έστω κι έτσι, έπρεπε να είναι ο Προκόπης Παυλόπουλος;
– αναπόφευκτο ή και πολλαπλώς αναγκαίο το δημοψήφισμα, πρωτοβουλία που δεν μπορεί να κριθεί αναδρομικά με βάση λ.χ. το ότι εξαγρίωσε, αλλά και εξαχρείωσε, τους εταίρους·
– αναπόφευκτη και η υπογραφή της συμφωνίας, υπό το κράτος επιστημονικά μεθοδευμένων εκβιασμών, που ούτε αυτή μπορεί να εξεταστεί στο φως προηγούμενων συμφωνιών που προτείνονταν και πάντα ήταν, ώς την επόμενη, οι χειρότερες δυνατές.
Στον πόλεμο νικάς ή νικιέσαι, πεθαίνεις κιόλας, όπως έγραφα στο προηγούμενο.
Και νικηθήκαμε. Χρειαζόταν και η ατίμωση αποπάνω; Με Χαϊκάλη;
«Μα ο Χαϊκάλης;» θα πείτε, ή και λέω μόνος μου –και ήδη είπα, απ’ την αρχή.
Ναι, ο Χαϊκάλης. Και όχι τόσο επειδή έχει καταχωρηθεί, σίγουρα με δικές του, άοκνες προσπάθειες, σαν γραφικός, λες και μας έλειψαν ποτέ, από πού ν’ αρχίσω, Γιακουμάτος, Βούλτεψη, Ντινόπουλος, Κανέλλη, Χειμωνάς, Ψαριανός, ω Ψαριανός, και αναντίλεκτα πρώτος με διαφορά ο Άδωνης! Ούτε τόσο επειδή μόλις τις προάλλες μας πέταξε ξανά στα μούτρα την ντροπή, την ντροπή της συγκυβέρνησης, διασαλπίζοντας το περιβόητο «Έλληνας δεν γίνεσαι· γεννιέσαι!»
Αλλά επειδή έφτασε να φαντάζει κι ο Χαϊκάλης αναπόφευκτος, καθώς είναι πασιφανείς οι λόγοι που οδήγησαν σ’ αυτή την επιλογή. Και συμβολίζει έτσι, όσο πιο παραστατικά γίνεται, την ήττα. Την αποδοχή, όπως είπα, της ήττας. Κάνοντάς την να δείχνει ακόμα πιο βαριά, ασήκωτη, συντριπτική.
yannisharis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου