Όψεις της γεωπολιτικής και της πολιτιστικής «επιθετικότητας»
Δημήτρης Μπαλτάς
Στην σύντομη αναφορά θα δείξω ότι η Ρωσία, ύστερα από τις ιστορικές διαμάχες μεταξύ των Σλαβλόφιλων και των Δυτικόφιλων του 19ου αι. και παρά τις ευρασιατικές θεωρήσεις του 20ου αι., δείχνει σήμερα την παρουσία της στον δυτικό κόσμο ως μία δύναμη στρατιωτική-πολιτική, αλλά και πολιτιστική. Αυτό επιχειρεί να επιτύχει σήμερα η Ρωσία με ορισμένους τρόπους, όπως με την οικονομική πρόοδο, την στρατιωτική παρουσία πλησίον των παλαιοτέρων σοβιετικών δημοκρατιών, την σύγχρονη τεχνολογία, το μεταναστευτικό ρεύμα που λειτουργεί και ως πολιτιστικός παράγων, αλλά και την ανασυγκροτούμενη Ρωσική Εκκλησία.
Εξεταζόμενης της παρουσίας της Ρωσίας στην Ευρώπη κατά τον 19ο αι., ετίθετο ένα καίριο ερώτημα: Είναι η Ρωσία χώρα της Ευρώπης η γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία;
Όσον αφορά τις διαμάχες Σλαβόφιλων και Δυτικόφιλων, θα παρατηρηθεί ότι οι αντίστοιχες ερμηνευτικές τάσεις βοήθησαν, όχι όμως πάντοτε, στον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας του ρωσικού λαού, η οποία είχε κλονισθεί από την πολιτική του Μ. Πέτρου, καθ’ όσον ο τελευταίος είχε προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις προς μία δυτικοποίηση της ρωσικής ζωής. Οι σλαβόφιλοι έχουν την πεποίθηση ότι «ο Ρωσικός λαός θα καλούνταν να λάβει ένα αποφασιστικό ρόλο στην κρίση που πλησίαζε τον Δυτικό πολιτισμό», και ότι «αυτός θα αποκάλυπτε στον κόσμο τη σωστή ερμηνεία του Χριστιανισμού» (Ζέρνωφ Ν., Οι Ρώσοι και η εκκλησία τους, μετ. Στεφοπούλου Γ., Αθήνα 1972, σ. 156). Από τους τελευταίους διανοητές της προεπαναστατικής εποχής ο V. Rozanov (1856-1919) θα υποστηρίξει ότι «οι Ρώσοι βεβαιώνουν πάντοτε ότι είναι συνάμα ένας λαός ανατολικός και δυτικός, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε λαός δυτικός ούτε λαός ανατολικός» (Rozanov V., L’ apocalypse de notre temps, trad. Michaut J., L’ Age d’ Homme, Lausanne 1976, σ. 102). Είναι δε γεγονός ότι και οι Δυτικόφιλοι έβλεπαν με επιφύλαξη τα επιτεύγματα της Δύσεως, την οποία μάλιστα ο A. Herzen αποκαλεί «ετοιμοθάνατο κόσμο» (Βλ. Χέρτσεν, Ανάλεκτα, μετ. Λ. Γεωργίου-Μ. Κορωναίου, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1970, σ. 291).
Κατά τον 20ο αι. διατυπώνονται οι ευρασιατικές θεωρίες με κύριους εισηγητές τον N. Troubezkoy (1890-1938), τον P. Savitsky (1895-1965) και τον Ν. Alekseiev (1879-1964). Οι διανοητές αυτοί θεωρείται ότι ακολουθούν τις ιδέες των Σλαβόφιλων, εφ’ όσον και αυτοί «ζητούν διαζύγιο από την διεφθαρμένη Ευρώπη». Μάλιστα έχει παρατηρηθεί ότι «ο N. Troubezkoy επιμένει στην υπεροχή των πολιτιστικών επί των ανθρωπολογικών και των φυλετικών κριτηρίων, ώστε, προκειμένου να αντικαταστήσει την αυτοκρατορική Ρωσία, πρόσφερε το πολιτιστικό οικοδόμημα της Ευρασίας» (Θρ. Ν. Μαρκέτου, Η γεωπολιτική πρακτική της Ρωσίας στη μετασοβιετική κεντρική Ασία, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι 2008, σ. 37). Εάν ο ρωσικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από ευρωπαϊκά στοιχεία, η Ρωσία, από γεωπολιτικής απόψεως, είναι βεβαίως και Ευρώπη και Ασία. Διότι έχει ορθώς υποστηριχθεί ότι «μία ευρωπαϊκή χώρα στην Ευρώπη και την Ασία είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από μία ευρασιατική χώρα» (Θρ. Ν. Μαρκέτου, ενθ’ ανωτ., σ. 50).
Όσον αφορά την μετασοβιετική παρουσία της Ρωσίας, είναι γεγονός ότι η σύγχρονη γεωπολιτική και πολιτιστική παρουσία της Ρωσίας χαρακτηρίζεται από μία «επιθετικότητα». Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι άστοχος ήταν, παλαιότερα, τόσο ο λόγος περί σοβιετικού πολιτισμού, σοβιετικής φιλοσοφίας κ.α., όσο και περί ευρασιατικού πολιτισμού κ.α. Διότι ο πολιτισμός που διαμορφώθηκε σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο έχει προσδιορισθεί ως ρωσικός, ανεξαρτήτως της καταγωγής και των ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών εκείνων που τον έχουν διαμορφώσει. Έτσι τα επιτεύγματα αυτού του πολιτισμού έχουν προβληθεί και προβάλλονται στον κόσμο, και ιδιαιτέρως στην Ευρώπη, ως ρωσικά. Διότι το ρωσικό στοιχείο είναι όχι μόνον ένας όρος αλλά και μία ιδιαίτερη δύναμη, ικανή να περιλάβει αφομοιωτικώς όλα τα άλλα στοιχεία. Έτσι σήμερα επιχειρείται αφ’ ενός μεν να γίνει αισθητή η στρατιωτική-γεωπολιτική παρουσία της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή, αφ’ ετέρου δε να προβληθεί δια διαφόρων τρόπων και η πολιτιστική-ιστορική παρουσία της. Από απόψεως γεωπολιτικής-στρατιωτικής, η Ρωσία, έχοντας εδώ και χρόνια προχωρήσει σε οικονομικά μέτρα ανακάμψεως (λ.χ. με την ανατίμηση του νομίσματός της), σε στρατηγικές επιλογές (με την δημιουργία του «άξονα» Μόσχας-Βερολίνου και του «άξονα» Μόσχας-Τεχεράνης), και τηρώντας μία ιδιάζουσα επεκτατική διάθεση ευρασιατικών απηχήσεων (που φανερώνεται προς τις γειτονικές χώρες, οι οποίες στερούνται των ενεργειακών πηγών, όπως η Ουκρανία) δηλώνει δυναμικά την παρουσία της τόσο στον ευρωπαϊκό, όσο στον παγκόσμιο χώρο. Ίσως δεν αξιολογείται ακόμη η Ρωσία ως μία νέα υπερδύναμη, αλλά πάντως, για την Ευρώπη, και η Αμερική δεν θεωρείται πλέον ως η κυρίαρχη δύναμη του πλανήτη.
Από απόψεως πολιτιστικής, είναι ευδιάκριτο το ενδιαφέρον για τον ρωσικό πολιτισμό (γράμματα, τέχνες κ.α.) σε όλον τον κόσμο. Στα γνωστά Πανεπιστήμια της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής υπάρχουν έδρες «Σλαβικών Σπουδών». Μεταφράζονται έργα σημαντικών Ρώσων συγγραφέων του 19ου και του 20ου αι. σε όλες τις γλώσσες. Στο διαδίκτυο υπάρχουν ιστοσελίδες με τα έργα των Ρώσων λογοτεχνών και διανοουμένων στο ρωσικό πρωτότυπο. Επανεκδίδονται συνεχώς στην Ρωσία έργα των συγγραφέων της προεπαναστατικής εποχής. Σ’ αυτό το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ενδιαφέρον έχει βοηθήσει η μετακίνηση χιλιάδων Ρώσων, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου, προς το εξωτερικό κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλοί εξ αυτών εργάζονται ως μεταφραστές έργων της ρωσικής λογοτεχνίας στις χώρες, όπου διδάσκουν την ρωσική γλώσσα σε σχολεία και πανεπιστήμια. Τέλος, την ρωσική πολιτιστική παρουσία και κληρονομιά βεβαιώνει και η Ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ανασυγκροτείται κατά τα τελευταία χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται ότι «είναι εντυπωσιακή η αύξηση των εκκλησιών που, από 2.000 επί Γκορμπατσόφ, σήμερα ανέρχονται σε 13.000» (Βλ. Σ. Σμέμαν, «Η ψυχή της Ρωσίας», National Geographic Απρίλιος 2009, σ. 16). Επειδή διαπιστώνεται μία στενή συνεργασία του κράτους με την εκκλησία στην σημερινή Ρωσία, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες ερμηνείες και παρερμηνείες, θα πρέπει να θεωρηθεί η σχέση αυτή υπό το πρίσμα της αναζητήσεως μιας νέας μετασοβιετικής ταυτότητας (Βλ. Σ. Σμέμαν, ενθ’ ανωτ., σ. 22). Εξ άλλου, η Ρωσική Εκκλησία μετέχει ενεργώς σήμερα στις διεθνείς εκκλησιαστικές επιτροπές, τόσο στον διορθόδοξο, όσο και στον διαχριστιανικό διάλογο (Βλ. ενδεικτικώς Métropolite Cyrille, L’ évangile et la liberté, trad. H. Destivelle- A. Siniakov, Les Éditions du Cerf, Paris 2006, σσ. 63-68). Διακατέχεται μεν η Ρωσική Εκκλησία από το πνεύμα του οικουμενισμού, αλλά πάντως χωρίς να υιοθετεί «την οικοδόμηση μιας θρησκευτικής Βαβέλ» (Βλ. Métropolite Cyrille, ενθ’ ανωτ., σ. 84).
Φαίνεται, από τα παραπάνω, ότι η Ρωσία επανέρχεται δυναμικά στην ευρωπαϊκή σκηνή, τόσο την στρατιωτική-πολιτική όσο και την πολιτιστική. Κομίζει άλλες προτάσεις που μπορούν, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, να εμπνεύσουν την ευρωπαϊκή προοπτική. Γι’ αυτό και η Ευρώπη εκτιμά υπεύθυνα την υπολογίσιμη πλέον ρωσική παρουσία στον ευρωπαϊκό και στον παγκόσμιο χώρο, αμφισβητώντας άμεσα η έμμεσα, κατά καιρούς, την κυριαρχία της Αμερικής.
(Παρέμβαση στην Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής, 20-21. 11. 2008)
pemptousia.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου