Μια φορά κι έναν καιρό κάπου στην δεκαετία του 50 στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μια χώρα πάλευε για την κατάκτηση του «Αμερικανικού ονείρου». Όνειρο βασισμένο σε χιλιάδες παγκόσμιους εφιάλτες που με το πέρασμα των δεκαετιών αποδείχθηκε ότι ήταν απλά ένα κατασκεύασμα που σαγήνευσε εκατομμύρια ανθρώπους και τελικά τους απογοήτευσε.
Στην δεκαετία του ’80 στην από εδώ μεριά του Ατλαντικού, μία «ανεξάρτητη» χώρα δημιουργούσε το δικό της όνειρο. Δεν απείχε πολύ από αυτό το αμερικάνικο, αλλά του έλειπαν δύο βασικά συστατικά: Η πραγματική λάμψη και η ακριβή παραγωγή. Στηρίχθηκε σε δύο άλλα στοιχεία πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα: Το «βλαχοκυριλέ» στυλ και η κατάκτηση του εύκολου χρήματος. Στο παιχνίδι μπήκαν καταρχάς, άεργοι και απαίδευτοι στην πολιτική πολίτες. Άνθρωποι που δεν μπορούσαν να παράγουν, που δεν είχαν τις ικανότητες να δημιουργήσουν, κατάφεραν να εισχωρήσουν σε κομματικά υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Η εταιρεία που εκείνη την εποχή πουλούσε πολύ, ήταν το «λαμπερό», «ανατρεπτικό» ΠΑΣΟΚ. Χρησιμοποιώντας μία-δύο καθαρές και ήδη χορτάτες από μόνες τους προσωπικότητες, εκμεταλλευόμενοι το φακέλωμα της Δεξιάς και τον φόβο του χωροφύλακα μπήκαν δυναμικά στο παιχνίδι με τσιτάτα και σλόγκαν του τύπου «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Βλέποντας σήμερα φωτογραφίες εκείνης της εποχής καταλαβαίνεις ότι οι πολιτικοί, μόνο με το κριτήριο της εξωτερικής εμφάνισης, δεν θα έπαιρναν δουλειά ούτε ως βοηθοί του συνοικιακού μπαρμπέρικου.