Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος, Κιλκίς
Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κ᾽ ἠγαπημένε πάντοτ’ εὐκολόπιστε καί πάντα προδομένε
(Διονύσιος Σολωμός)
Λίγο πρίν ἀπό την Ἐπανάσταση ὁ ἀπροσκύνητος Κλέφτης, Θεόδωρος Γρίβας, συλλαμβάνεται ἀπό τό «θηρίο» τῶν Ἰωαννίνων, τόν περιβόητο Ἀλῆ πασᾶ καί καταδικάζεται σέ θάνατο δι᾽ ἀπαγχονισμοῦ. Ὁ σπουδαῖος ἀθηναιογράφος Δημ. Καμπούρογλου, στό Βιογραφικόν Σχεδίασμα (ἐκδ. «Βεργίνα», Ἀθήνα, σ. 18) γιά τόν ἀγωνιστή τοῦ ᾽21 Θ. Γρίβα, διασώζει ἕνα χαρακτηριστικό ἐπεισόδιο: «Ὅταν ὁ δήμιος ἐπλησίασε κρατῶν τό σχοινίον, ὁ Γρίβας ἐκάλυψε τήν κεφαλήν του διά τοῦ ἐνδύματός του. Ὁ σατράπης διέταξε τότε τόν δήμιον νά σταθῇ, τόν δέ Θεόδωρον νά πλησιάσῃ· καί τῷ εἶπε: Γιατί σκέπασες τό κεφάλι σου, φοβήθηκες τόν θάνατον; Δέν ἤξερες ὅτι ἀφοῦ ἀκολούθησες τή δουλειά τοῦ πατέρα σου αὐτή θά ἦταν ἡ τύχη σου; Δέν φοβήθηκα τόν θάνατο, ἀπεκρίθη ὁ Θεόδωρος, τόν φόβο τόν ἄφησα στήν κοιλιά τῆς μάνας μου, οὔτε θά μείνω χωρίς ἐκδίκησι· καί πατέρα ἔχω καί τέσσερεις ἀδελφούς· μά ντρέπομαι τόν κόσμο πού θά μέ ἰδῇ νά πεθάνω ἔτσι καί ἀπό τά χέρια τέτοιων παληανθρώπων (καί ἔδειξε τούς Γύφτους, οἵτινες συνήθως μετήρχοντο τό ἐπάγγελμα τοῦ δημίου). Ἐζήτησα τόν θάνατο, ὅπου ἔπρεπε, ἀλλ᾽ αὐτός μέ ἀρνήθηκε. Ἡ ἀπάντησις αὕτη τόσην ἐντύπωσιν ἔκαμεν εἰς τόν Ἀλῆ, ὥστε διέταξε νά μήν τόν ἀπαγχονίσωσι, ἀλλά νά τόν ρίψωσιν εἰς τάς φυλακάς».