Οι επιστήμονες γνωρίζουν εδώ και δεκαετίες ότι η ικανότητα να θυμόμαστε νέες πληροφορίες φθίνει με την ηλικία, αλλά έως τώρα δεν ήταν σαφές γιατί. Το μυστήριο ίσως επιλύουν τα ευρήματα μιας νέας μελέτης.
Η μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature Neuroscience», υποδηλώνει ότι ορισμένες δομικές αλλαγές, οι οποίες εκ φύσεως συμβαίνουν στον εγκέφαλο με το πέρασμα του χρόνου, επεμβαίνουν στην ποιότητα του ύπνου – και η μειωμένη ποιότητα ύπνου δυσχεραίνει την ικανότητά μας να αποθηκεύουμε μακροπρόθεσμες μνήμες.
Οι δομικές αλλαγές αφορούν τον προμετωπιαίο φλοιό, δηλαδή το τμήμα του εγκεφάλου πίσω από το μέτωπο, γράφει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς». Προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως ο προμετωπιαίος φλοιός τείνει να χάνει όγκο με την ηλικία καθώς και ότι συμβάλλει στη διατήρηση της ποιότητας του ύπνου που είναι απαραίτητη για την εδραίωση των νέων αναμνήσεων.
Η νέα μελέτη, την οποία πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, είναι η πρώτη που συσχετίζει απευθείας τις δομικές αλλαγές του εγκεφάλου με τα σχετιζόμενα με τον ύπνο προβλήματα μνήμης.
Επιπλέον, υποδηλώνει ότι ένας τρόπος για να επιβραδυνθεί η εκφύλιση της μνήμης στους γηράσκοντες ανθρώπους είναι να βελτιωθεί η ποιότητα του ύπνου τους, ιδίως η επονομαζόμενη φάση των βραδέων κυμάτων, η οποία είναι ο βαθύς ύπνος και αποτελεί το ένα τέταρτο περίπου της συνολικής διάρκειάς του.
Οι γιατροί δεν μπορούν να αναστρέψουν τις δομικές αλλαγές της ηλικίας, ακριβώς όπως δεν μπορούν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Εντούτοις, τουλάχιστον δύο ερευνητικές ομάδες πειραματίζονται με την ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου ως τρόπο βελτίωσης του ύπνου στους ηλικιωμένους. Τοποθετώντας ηλεκτρόδια στο κρανίο, οι επιστήμονες μπορούν να διαχύσουν ένα χαμηλό ηλεκτρικό ρεύμα στον προμετωπιαίο φλοιό, μιμούμενοι ουσιαστικά τα καθαρά, υψηλής ποιότητας βραχέα κύματα.
Σύμφωνα με μερικές από τις ανακοινώσεις αυτών των ερευνητικών ομάδων, το αποτέλεσμα αυτής της διέγερσης είναι η βελτίωση της μνήμης. «Υπάρχουν επίσης μερικοί άλλοι τρόποι για να βελτιωθεί ο ύπνος, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης», λέει ο δρ Κεν Πάλερ, καθηγητής Ψυχολογίας και διευθυντής στο Πρόγραμμα Νοητικής Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου Northwestern, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη.
«Η νέα μελέτη δείχνει κάτι αρκετά πειστικό: ότι η ατροφία του εγκεφάλου σχετίζεται με τη φάση των βραχέων κυμάτων του ύπνου, η οποία ξέρουμε πως με τη σειρά της έχει σχέση με τις επιδόσεις της μνήμης. Συνεπώς είναι προφανές ότι μιλάμε για έναν συμβάλλοντα παράγοντα», σχολίασε.
Στη νέα μελέτη οι επιστήμονες του Μπέρκλεϊ υπέβαλαν σε μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου 19 συνταξιούχους και 18 νεαρούς φοιτητές και τις συνέκριναν μεταξύ τους. Ετσι διαπίστωσαν ότι ο επονομαζόμενος μέσος προμετωπιαίος φλοιός (βρίσκεται, χονδρικά, στο μέσο του μετώπου) ήταν κατά το ένα τρίτο μικρότερος στους συνταξιούχους απ’ ό,τι στους νέους – μια διαφορά που αποδόθηκε στη φυσική ατροφία που επισυμβαίνει με την ηλικία.
Οι ερευνητές ζήτησαν στη συνέχεια από τους εθελοντές τους να μελετήσουν επί μισή ώρα μια μακρά λίστα με λέξεις γεμάτες ορθογραφικά λάθη και να προσπαθήσουν να απομνημονεύσουν όσες μπορούν. Οι λανθασμένες λέξεις χρησιμοποιήθηκαν ούτως ώστε να μάθουν οι εθελοντές κάτι καινούργιο.
Οπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι νέοι κατάφεραν να απομνημονεύσουν κατά μέσο όρο 25% περισσότερες λέξεις απ’ όσες οι συνταξιούχοι.
Μετά όλοι οι εθελοντές μπήκαν για ύπνο στο εργαστήριο ύπνου του πανεπιστημίου, συνδεδεμένοι με ειδικές συσκευές – και προέκυψαν ακόμα πιο εντυπωσιακές διαφορές. Οι συνταξιούχοι παρέμειναν στη φάση των βραχέων κυμάτων του ύπνου περίπου το ένα τέταρτο του χρόνου που πέρασαν οι νέοι, γεγονός που σημαίνει ότι δεν κοιμήθηκαν αρκετά βαθιά ώστε να προλάβουν οι νέες λέξεις να εδραιωθούν στο μυαλό τους ως μακροχρόνιες αναμνήσεις.
Αυτό επιβεβαιώθηκε το επόμενο πρωί, όταν η επανάληψη του τεστ των λέξεων έδειξε πως οι νέοι θυμόντουσαν κατά 55% περισσότερες νέες λέξεις απ’ όσες οι συνταξιούχοι.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό, δε, είναι το γεγονός ότι με βάση την ατροφία στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό κάθε συνταξιούχου οι ερευνητές είχαν προβλέψει με αρκετά μεγάλη ακρίβεια τη διαφορά ανάμεσα στις επιδόσεις τους πριν και μετά τον ύπνο.
Ακόμα και οι ηλικιωμένοι που τα είχαν πάει πολύ καλά το βράδυ παρουσίαζαν σημαντική μείωση το πρωί.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «οι παρατηρούμενες διαφορές δεν είναι θέμα ικανότητας για σχηματισμό αναμνήσεων αλλά ποιότητας ύπνου», συμπέραναν ο δρ Μπράις Α. Μάντερ και οι συνεργάτες του. «Οταν ένας άνθρωπος δεν έχει καλής ποιότητας, βαθύ ύπνο, δεν έχει αρκετές ευκαιρίες για να εδραιώσεις νέες, μακροχρόνιες αναμνήσεις».
κυρ-βιολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου